- ραγισμένος
- η , ο , ρα(γ)ιστός, ή , ό треснувший, лопнувший, давший трещину
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ημιρραγής — ές (Α ἡμιρραγής, ές) εν μέρει ραγισμένος, μισοσπασμένος, μισοραγισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ρραγής < θ. ραγ (πρβλ. ερράγην, αόρ. τού ρ. ρήγνυμαι), πρβλ. αιμο ρραγής, α ρραγής] … Dictionary of Greek
ραγιστός — και ραϊστός, ή, ό, Ν [ραγίζω / ραΐζω] αυτός που έχει ραγίσει, που έχει υποστεί ράγισμα, ραγισμένος … Dictionary of Greek
σαθρός — ή, ό / σαθρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που λόγω παλαιότητας δεν έχει αντοχή, επισφαλής, ετοιμόρροπος («σκυτέες τὰ σαθρὰ ὑγιέα ποιέουσι», Ιπποκρ.) 2. μτφ. αυτός που δεν έχει στερεή βάση, αυτός που μπορεί να ανασκευαστεί εύκολα (α. «σαθρό επιχείρημα» β … Dictionary of Greek
ραγίζω — ραγίζω, ράγισα, ραγισμένος βλ. πίν. 33 και πρβλ. ραΐζω Σημειώσεις: ραγίζω : σπάνια η παθητική φωνή, σε φράσεις όπως: ... ο καθρέφτης ραγίζεται (Ελύτης, σελ. 116). Το ραγίζω σημαίνει και → προκαλώ σχισμή, ρωγμή και παθαίνω σχισμή, ρωγμή … Τα ρήματα της νέας ελληνικής